τιθονία

τιθονία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη ψηλών ποωδών φυτών ή θάμνων που είναι ιθαγενή τού Μεξικού και τής Κεντρικής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ,, πρβλ. αγγλ. tithonia, πιθ. < λατ. Tithonis, ποιητ. προσωνυμία τής θεάς Ηούς (< Tithonus
βλ. λ. Τιθωνός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”